- heterostrophous
- \\|hed.ə|rästrəfəs\ adjective
Etymology: New Latin heterostrophus: heterostrophic 1
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
heterostrophous — het·er·os·tro·phous … English syllables
ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek